λεπτομέριμνος

λεπτομέριμνος
λεπτομέριμν-ος, ον, ([etym.] μέριμνα)
A meticulous, Cat.Cod.Astr.8(2).124, cf. Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεπτομέριμνος — ον (Α) 1. συνεσταλμένος, διακριτικός 2. αυτός που μεριμνά για πράγματα μηδαμινά, ανάξια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. α μέριμνος, πολυ μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτομέριμνος — meticulous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • λεπτομεριμνία — λεπτομεριμνία, ἡ (Α) [λεπτομέριμνος] προσοχή ή μέριμνα για μικρά, μηδαμινά πράγματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”